λευκόφρυς

λευκόφρυς
λευκόφρῡς , λεύκοφρυς
white-browed
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Λεύκοφρυς — white browed fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύκοφρυς — white browed fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύκοφρυς — Τοπωνύμιο της αρχαιότητας. 1. Αρχαία πόλη κοντά στον ποταμό Μαίανδρο της Μικράς Ασίας, με θερμή λίμνη, της οποίας το νερό ανανεωνόταν διαρκώς και ήταν πόσιμο. Στην περιοχή της υπήρχε ναός της Αρτέμιδος Λευκοφρύνης, έργο του αρχιτέκτονα Ερμογένη… …   Dictionary of Greek

  • λευκόφρυς — Τοπωνύμιο της αρχαιότητας. 1. Αρχαία πόλη κοντά στον ποταμό Μαίανδρο της Μικράς Ασίας, με θερμή λίμνη, της οποίας το νερό ανανεωνόταν διαρκώς και ήταν πόσιμο. Στην περιοχή της υπήρχε ναός της Αρτέμιδος Λευκοφρύνης, έργο του αρχιτέκτονα Ερμογένη… …   Dictionary of Greek

  • Λευκόφρυς — Λευκόφρῡς , Λεύκοφρυς white browed fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЛЕВКОФРИС —    • Λευκόφρυς,          город Карии на реке Меандре, с храмом Артемиды и с озером, вода которого, хотя и была горячая, годилась для питья и постоянно волновалась. Хеn. Hell. 3, 2, 19. 4, 8, 17 …   Реальный словарь классических древностей

  • Λευκόφρυος — Λεύκοφρυς white browed fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκόφρυος — λεύκοφρυς white browed fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεύκοφρυν — Λεύκοφρυς white browed fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύκοφρυν — λεύκοφρυς white browed fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”